Διαβάσαμε τον Μεγάλο Σκύλο-ένα φιλοσοφικό sci-fi από την Βίκυ Τσελεπίδου

Την Βίκυ Τσελεπίδου δεν την ήξερα πιο πριν, την γνώρισα τώρα με τον Μεγάλο Σκύλο, ένα βιβλίο που ανακάλυψα στο Goodreads (να ‘στε καλά ρε παιδιά εσείς που το διαβάσατε και γράψατε γι’αυτό!). Κυκλοφόρησε μόλις τον Νοέμβριο του 2020 και με το που διάβασα την υπόθεση είπα αυτό είναι για μένα!

Ο Μεγάλος Σκύλος είναι λίγο sci-fi, λίγο δυστοπικό, λίγο φιλοσοφικό και πολύ πολύ ωραίο! Είναι αυτό που ήθελα να είναι!

Παρακολουθούμε το βιβλίο σε δύο κατευθύνσεις: Στην μία έχουμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων του σήμερα, τους Τζόουνς, που αποφασίζουν να κρυοσυντηρήσουν τα σώματά τους αφού πεθάνουν με την ελπίδα να τους επαναφέρουν στο μέλλον για μια νέα ζωή. Για να το πετύχουν αυτό μπαίνουν σε ένα πρόγραμμα σκληρής εξοικονόμησης, στερούμενοι πράγματα από τη ζωή που τους έχει απομείνει για να εξασφαλίσουν την επόμενη.
Και στην άλλη έχουμε αυτό το μέλλον, πολλά χρόνια μετά το παρόν μας, η δεκαπεντάχρονη Μάριον που είχε πεθάνει από μια σπάνια ασθένεια και κρυοσυντηρήθηκε, ξυπνάει στη Νέα Εποχή, σε ένα πολυώροφο Κτήριο όπου διάφοροι άντρες τις απευθύνουν περίεργες ερωτήσεις μιλώντας παράξενα.

Λαγκερφελντ: Τι είναι για εσάς η πραγματικότητα;
Μάριον: Αυτό που ζούμε; Εκεί που είμαστε;
Λαγκερφελντ: Αυτό που ζούμε ή αυτό που σκεφτόμαστε με τον εγκέφαλό μας ότι ζούμε;
Μάριον: Εκεί όπου ζούμε, εκεί όπου σκεφτόμαστε με τον εγκέφαλό μας ότι βρισκόμαστε.
Λαγκερφελντ: Εκεί που ζούμε ή τώρα που ζούμε;
Μάριον: Εκεί. Νομίζω εγώ.

DSC042231111111111

«Πώς είναι να είσαι τόσο γέρος;»
«Ξέρω γω; Από νεκρός, φαντάζομαι, καλύτερα! Εσύ τι λες; »

Τι συμβαίνει μετά τον θάνατο; Υπάρχει μεταζωή; Κι αν υπάρχει πόσα αξίζει να θυσιάσεις για να φτάσεις εκεί; Η κυρία Τζόουνς με εμμονική ευλάβεια εξοικονομεί από παντού ώστε αυτή και ο αγαπημένος της σύζυγος να κερδίσουν μια ακόμη ζωή. Υπολογίζει και μετράει, μειώνει τα έξοδα, όλα τα περιττά να ελαττωθούν. Μέσα από την ζωή των Τζόουνς η Βίκυ Τσελεπίδου μιλάει για τον θάνατο. Τις ευτυχισμένες στιγμές, οι αξέχαστες διακοπές, η αγαπημένη συλλογή από μπομπονιέρες ή οι θεατρικές παραστάσεις, πράγματα τα οποία σιγά σιγά μετατράπηκαν σε χρήματα για την εταιρία κρυογονικής. Η πάντα οργανωτική κυρία Τζόουνς και ο κύριος Τζόουνς που πάντα την ακολουθεί συζητούν και αμφιβάλουν για το πόσο αξίζει αυτή η δεύτερη ευκαιρία. Ποιος τους εγγυάται ότι θα ξυπνήσουν; Κι αν δεν υπάρχει τίποτε μετά τον θάνατο, κι αν σπαταλάνε άσκοπα την μία ζωή που έχουνε; Και γιατί η δεύτερη να είναι καλύτερη από την πρώτη; Και το κυριότερο, αφού (αν) ξυπνήσουν, θα θυμούνται ο ένας τον άλλο;

«Κι έστω ότι το κάνουμε. Θα είμαστε, λες, εμείς τότε αυτοί; Ποια η σχέση των αποψυγμένων μας εαυτών με αυτό που είμαστε σήμερα; Είμαστε άραγε εμείς αυτοί που ήμασταν κάποτε, αυτοί που ήμασταν χθες, πριν από ένα λεπτό; Δεν ρέουμε κι εμείς παρέα με τον χρόνο; Δεν μας παίρνει μαζί του, δεν ρέει εντός μας γλείφοντας συνεχώς τις κοίτες μας, αλλάζοντάς μας συνεχώς το σχήμα;» αναρωτιέται ο κύριος Τζόουνς.
Ο κύριος Μπλουμ στην προσπάθεια του να εισάγει την φρεσκοξυπνημένη Μάριον στη Νέα Εποχή (που ώρες ώρες θυμίζει πιο πολύ δυστοπία παρά ουτοπία) της λέει «Χωρίς περιστροφές και περιττές επεξηγήσεις, θάνατος σύμφωνα με τον εδώ ορισμό είναι η απώλεια μνήμης και κάθε ίχνους προσωπικότητας, η καταστροφή εντέλει συγκεκριμένων κέντρων στον εγκέφαλο.»

Η Μάριον δεν ξέρει τι υπάρχει έξω από το Κτήριο, ξέρει μόνο όσα τις λένε αυτοί οι άντρες, οι οποίοι περισσότερο ρωτούν παρά απαντούν. Και η Μάριον προσπαθεί να καταλάβει πού βρίσκεται, τον περίεργο τρόπο ομιλίας τους, αν έχει ξυπνήσει στ’ αλήθεια. Κι αν έχει όντως ξυπνήσει είναι ζωντανή; Ποια είναι τώρα; Ή μάλλον εδώ γιατί «Το εδώ της Νέας Εποχής αντιστοιχεί στο τώρα της Παλαιάς Εποχής».

Τι είναι η πραγματικότητα; Πότε πεθαίνει ο άνθρωπος; Τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς μνήμη και προσωπικότητα; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ποιοι είμαστε όταν ζούμε σε έναν κόσμο που συνεχώς ρέει; Κατά πόσο η ύπαρξη μας ορίζεται από τις λέξεις και την γλώσσα;
Τι είναι αυτό που μας κρατάει ζωντανούς;
Μήπως είναι οι άλλοι άνθρωποι; Η αγάπη που νιώθουμε γι’ αυτούς και που νιώθουνε για μας, η στοργή, η συντροφικότητα.

Μουρ: Πιστεύεται ή δεν πιστεύεται στην αγάπη, δις Γουάιτ;
Μάριον: Πιστεύω μόνο στην προσπάθεια για αγάπη.

Μουρ: Αν δεν ζούσατε στον πλανήτη Γη, σε ποιον από τους πλανήτες θα προτιμούσατε να είχατε γεννηθεί;
Μάριον: Στον πλανήτη όπου θα είχα εγώ γεννηθεί.
Μουρ: Έστω, λοιπόν, ότι αυτό δεν θα ήταν εφικτό.
Μάριον: Στον πλανήτη όπου θα γεννούσα εγώ τα παιδιά μου.
Μουρ: Έστω ότι δεν θα μπορούσατε, δεν θα είχατε το δικαίωμα να γεννήσετε.
Μάριον: Θα είχα μήπως εγώ το δικαίωμα να πεθάνω στον πλανήτη που θα διάλεγα;
Μουρ: Έστω ότι δεν θα πεθαίνατε.
Μάριον: Τότε εγώ γιατί να γεννιόμουνα;

Ο αστερισμός Canis Major

Μου άρεσε πολύ η γραφή, το ύφος και ο τρόπος που επιλέγει να πει (και ρωτήσει) αυτά που θέλει. Όλα τα καθημερινά και πεζά ή μη της ζωής των Τζόουνς και ο τρόπος που αποκρίνονταν η Μάριον στους περίεργους ανακριτές/εξεταστές της. Παίζει με τον χώρο και τον χρόνο, μερικές φορές έμοιαζε τόσο μικρό, τόσο στενό, κλειστοφοβικό και άλλες τόσο απέραντο.
Ήταν φανταστικό! Είναι ένα βιβλίο που με ενθουσίασε από την αρχή και για κάθε επόμενη σελίδα μέχρι το τέλος. Με μερικές πολύ έντονες στιγμές με περιγραφές που σε αιχμαλώτιζαν χωρίς όμως να φαίνεται ότι προσπαθεί. Είχε πραγματικά κάτι πολύ δυνατό χωρίς όμως να φωνάζει, μέσα σε μια υπέροχη απλότητα που σε άφηνε να σκέφτεσαι.

«Κοιμάσαι;»
«Σκέφτομαι. Τι είναι η πραγματικότητα; Ένας καθρέφτης. Ένας καθρέφτης που, αν θρυμματιστεί, προβάλει από πίσω του αυτό το άγνωστο σκοτεινό (ή εκτυφλωτικά φωτεινό) που με τίποτα δεν-»
«Συνηθίζεις πολύ να σκέφτεσαι τελευταία».
«…»
«…»
«Και είναι που κανενός τα μάτια δε μπορούν να διαπεράσουν τούτον τον καθρέφτη και που κανείς (ή σχεδόν κανείς) δεν τολμά να τον σπάσει».
«Κάποιοι όμως-»
«Κι είναι που απέναντι του ζει ο καθένας μας όμηρος μέσα στο συρματόπλεγμα του εγώ του, το μοναδικό πραγματάκι που, μα την αλήθεια, του ανήκει, υπερασπιζόμενος μέχρι τελικής πτώσης τη ζωτική αυτή μικροσκοπική περιοχή του με απαράμιλλη βία, με αίμα, με κραυγές αναζητώντας αδιάκοπα αφορμές πολέμου απέναντι σε οποιονδήποτε, σε οτιδήποτε αισθάνεται πως απειλεί έστω και στο ελάχιστο την ακεραιότητα του ελάχιστου αυτού τόπου του».
«…»
«Είναι κυρίως που όλες αυτές οι φρικιαστικές σκηνές καταγράφονται ανεξίτηλα στα μάτια μας και κάθε φορά που τα ανοίγουμε, ο καθρέφτης μας τις επιστρέφει ολοζώντανες».
«Τι εφιάλτες έβλεπες πάλι;»

Όταν ξεκίνησα να γράφω όλα αυτά σχεδίαζα να μιλήσω και για τον τίτλο αλλά τελικά άλλαξα γνώμη. Θα πω μόνο ότι υπάρχει μια σχετική παράγραφός στο τέλος του βιβλίου και είναι ότι καλύτερο μπορούσα να ζητήσω σε επίλογο. Η συγγραφέας βρήκε αυτές τις δύο λέξεις που καταφέρνουν και εσωκλείουν μέσα τους όλο το νόημα του βιβλίου. Μακάρι να είχαν όλα τα βιβλία έναν τόσο ιδανικό τίτλο! 

Εξαιρετικό δείγμα (ελληνικής) speculative λογοτεχνίας που έχει κερδίσει μια θέση στα αγαπημένα μου βιβλία για φέτος (ναι ξέρω πως έχουμε ακόμη Φεβρουάριο). Και με τι υπέροχα μίνιμαλ εξώφυλλο (εξωφυλλάρα!!). Τι άλλο; Α ναι! Να το διαβάσετε!! Αξίζει και με το παραπάνω!

Να βρω τη θέση μου, αυτό ήταν που ήθελα να σκεφτώ, το σημείο της στάθμευσής μου· δεν με απασχολεί καθόλου το σημείο εκκίνησης μου ή το σημείο του προορισμού μου (δεν έχω ανάγκη το πιο φωτεινό σημάδι του ουρανού για οδηγό), θέλω μόνο τώρα να εξετάσω το σημείο ακριβώς όπου εφάπτομαι με τον κόσμο (τον αέρα, το φως, το σκοτάδι), να ψάξω να δω αποκάτω μου μήπως αρχίζω και βγάζω ρίζες, να κυκλώσω το στίγμα μου, να το ποτίσω, να αποφασίσω αν θα πάω από το σημείο Α στο σημείο Β της διαμέτρου μου. Να κάτσω να μετρήσω όλα τα σημεία που δίνουν σχήμα στα πράγματα, σε μένα. Δεν αντέχω άλλη ρευστότητα, άλλη συμπαντική αμορφία. Πρέπει οπωσδήποτε να βρω τα σημεία που ορίζουν-
Υπάρχει μήπως κάποιο κενό στο συλλογισμό μου; Λέω κάτι λάθος; Υπάρχει κάτι που (ρέοντας) μου διαφεύγει;


Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.


Η Υπόθεση:

xsep-tselepidou-skylos-cover800.png.pagespeed.ic.r-oB0CkkysΈνα ζευγάρι ηλικιωμένων στη δύση της ζωής τους αποφασίζουν να κρυοσυντηρήσουν μετά θάνατον τα κορμιά τους με την ελπίδα να καταφέρουν κάποτε να επανέλθουν στη ζωή. Προς την επίτευξη του σκοπού τους αυτού μπαίνουν σε έναν αγώνα εξαντλητικής οικονομίας, στερούμενοι ακόμη και τα στοιχειώδη, ώστε να προλάβουν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό για την κρυοσυντήρησή τους. Όλη τους η ζωή αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από τον τρόπο που θα κατακτήσουν την επόμενη. Όλη τους η ενέργεια, η σκέψη, η ίδια τους η σχέση αναλώνονται σε αυτό το πλάνο.
Παράλληλα, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, που πέθανε από μια σπάνια ασθένεια και κρυοσυντηρήθηκε για χρόνια, ξυπνάει μέσα σε ένα δαιδαλώδες κτίριο όπου διάφοροι άντρες, μιλώντας μια παράξενη γλώσσα, της απευθύνουν παράξενα ερωτήματα. Το κορίτσι, εγκλωβισμένο, προσπαθεί να καταλάβει πού βρίσκεται.
Πότε πεθαίνει ένας άνθρωπος; Ως τι εξακολουθεί να ζει αν χάσει τη μνήμη και την προσωπικότητά του; Κατά πόσο η γλώσσα ενυπάρχει σε όλα και κατά πόσο εμείς μέσα της; Πώς βρίσκει κανείς τη θέση του σε έναν κόσμο που συνεχώς ρέει; Υπάρχει άραγε κάποιο φωτεινό σημάδι στον ουρανό που να οδηγεί τα βήματά μας;

«Καλησπέρα σας. Υπάρχει ένα περιστατικό».

– Μάριον: Πιστεύω εγώ πως ο άνθρωπος είναι κακός. Πως μαθαίνει, του μαθαίνουν, πώς να είναι καλός. Πιστεύω εγώ ότι αυτό είναι σπουδαίο κατόρθωμά του.


Για την συγγραφέα:

tselepidou-nov17-09Η Βίκυ Τσελεπίδου γεννήθηκε το 1975.
Σπούδασε Νομικά, Επικοινωνία και Δημιουργική Γραφή. Κυκλοφορούν τα βιβλία της Ο Μεγάλος Σκύλος (μυθιστόρημα, Νεφέλη 2020) Φιλελλήνων (νουβέλα, Νεφέλη 2018), Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; (μυθιστόρημα, Νεφέλη 2017) και Ελενίτ (διηγήματα, Νεφέλη 2014).

Δεκέμβριος 2017:
Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών για το βιβλίο τηςΑλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;

Leave a comment